κίνησις
古典ギリシア語 編集
語源 編集
- κινέω (kineō)「(私が)動く」より。
発音(?) 編集
名詞 編集
κίνησις (属格 κινήσεως) {{女性}}, 第3変化 (kínēsis)
格変化 編集
格/数 | 単数 | 両数 | 複数 |
---|---|---|---|
主格 | κίνησις | κινήσει | κινήσεις |
属格 | κινήσεως | κινησέοιν | κινήσεων |
与格 | κινήσει | κινησέοιν | κινήσεσι |
対格 | κίνησιν | κινήσει | κινήσεις |
呼格 | κίνησι | κινήσει | κινήσεις |
格/数 | 単数 | 両数 | 複数 |
---|---|---|---|
主格 | κίνησις | κινήσιε | κινήσιες |
属格 | κινήσιος | κινησίοιν | κινησίων |
与格 | κινήσῑ, κινήσει | κινησίοιν | κινήσῐσῐ(ν), κινησίεσῐ(ν), κινήσεσῐ(ν) |
対格 | κίνησιν | κινήσιε | κινήσῑς, κινήσιᾰς |
呼格 | κίνησι | κινήσιε | κινήσιες |
対義語 編集
- 運動
- στάσις (stásis)