ギリシア語 編集

形容詞 編集

ονομαστική (onomastikí)

  1. ονομαστικόςの女性単数主格。
  2. ονομαστικόςの女性単数対格。
  3. ονομαστικόςの女性単数呼格。

名詞 編集

ονομαστική 女性(onomastikí)

  1. (文法) 主格

派生語 編集

関連語 編集