πρώτος
ギリシア語 編集
語源 編集
発音 編集
- IPA: /ˈpɾotos/
形容詞 編集
πρώτος (prótos) 男性 (prótos) 女性 πρώτη, 中性 πρώτο
πρώτοςの能動形
同族語 編集
関連語 編集
- Πρωταπριλιά 女性 (Protapriliá)
- Πρωτομαγιά 女性 (Protomagiá)
- πρωτοπορία 女性 (protoporía)
- Πρωτοχρονιά 女性 (Protochroniá)
- πρώτα (próta)
- πρώτο όνομα 中性 (próto ónoma)
- πρώτος αριθμός 男性 (prótos arithmós)