ホーム
おまかせ表示
ログイン
設定
寄付
Wiktionaryについて
免責事項
検索
Σάββατο
言語
ウォッチリストに追加
編集
目次
1
ギリシア語
1.1
語源
1.2
発音
1.3
名詞
ギリシア語
編集
語源
編集
古典ギリシア語
σάββατον
(
sábbaton
)
<
ヘブライ語
שבת
(
šabbāṯ
)
発音
編集
IPA
(
?
)
:
/ˈsa.va.to/
分綴:
Σάβ‧βα‧το
名詞
編集
Σάββατο
中性
(Sávvato)
(
複数
:
Σάββατα
(
Sávvata
)
)
(
曜日
)
土曜日
。
Σάββατο
の格変化
単数(
ενικός
)
複数(
πληθυντικός
)
主格
(
ονομαστική
)
Σάββατο
Σάββατα
属格
(
γενική
)
Σαββάτου
Σαββάτων
対格
(
αιτιατική
)
Σάββατο
Σάββατα
呼格
(
κλητική
)
Σάββατο
Σάββατα
ギリシア語の曜日名
(→
カテゴリ
)
日曜日
月曜日
火曜日
水曜日
木曜日
金曜日
土曜日
Κυριακή
Δευτέρα
Τρίτη
Τετάρτη
Πέμπτη
Παρασκευή
Σάββατο