ギリシア語 編集

発音 編集

  • IPA(?): /ˈeŋ.ɣa.mos/
  • 分綴: έγ‧γα‧μος

形容詞 編集

έγγαμος (éngamos)  男性   女性 έγγαμος 又は έγγαμη, 中性 έγγαμο

  1. 既婚の。

類義語 編集

対義語 編集