ホーム
おまかせ表示
ログイン
設定
寄付
Wiktionaryについて
免責事項
検索
αλκίνιο
言語
ウォッチリストに追加
編集
ギリシア語
編集
名詞
編集
αλκίνιο
中性
(alkínio) (
複数
:
αλκίνια
(
alkínia
)
)
(
化学物質
)
アルキン
。
αλκίνιο
の格変化
単数(
ενικός
)
複数(
πληθυντικός
)
主格
(
ονομαστική
)
αλκίνιο
αλκίνια
属格
(
γενική
)
αλκινίου
αλκινίων
対格
(
αιτιατική
)
αλκίνιο
αλκίνια
呼格
(
κλητική
)
αλκίνιο
αλκίνια