古典ギリシア語 編集

語源 編集

ギリシア祖語 *gónu < 印欧祖語 *ǵónu

発音(?) 編集

  • 古典: IPA(?): [ɡónʉ]
  • コイネー: IPA(?): [ɡˈo̞ny]
  • 初期ビザンツ: IPA(?): [ɣˈony]

名詞 編集

γόνυ (属格 γόνατος) 中性, 第3変化 (gónu)

  1. ひざ
格/数 単数 両数 複数
主格 γόνυ γόνατε γόνατα
属格 γόνατος γονάτοιν γονάτων
与格 γόνατι γονάτοιν γόνασι
対格 γόνυ γόνατε γόνατα
呼格 γόνυ γόνατε γόνατα

諸言語への影響 編集