ホーム
おまかせ表示
ログイン
設定
寄付
Wiktionaryについて
免責事項
検索
δελφίνι
言語
ウォッチリストに追加
編集
ギリシア語
編集
名詞
編集
δελφίνι
中性
(delfíni) (
複数
:
δελφίνια
(
delfínia
)
)
(
哺乳類
)
いるか
。
δελφίνι
の格変化
単数(
ενικός
)
複数(
πληθυντικός
)
主格
(
ονομαστική
)
δελφίνι
δελφίνια
属格
(
γενική
)
δελφινιού
δελφινιών
対格
(
αιτιατική
)
δελφίνι
δελφίνια
呼格
(
κλητική
)
δελφίνι
δελφίνια
類義語
編集
υδροπτέρυγο
中性
(
ydroptérygo
)
υδρολισθητήρας
男性
(
ydrolisthitíras
)
(まれ)