古典ギリシア語 編集

語源 編集

κάραの指小辞

発音 編集

  • 古典: IPA(?): [kraːní.on]
  • コイネー: IPA(?): [kraːnˈio̞n]
  • 初期ビザンツ: IPA(?): [kranˈion]

名詞 編集

κρανίον (属格 κρανίου) 中性, 第2変化 (kraníon)

  1. 頭蓋骨
格/数 単数 両数 複数
主格 τὸ κρᾱνίον τὼ κρᾱνίω τὰ κρᾱνίᾰ
属格 τοῦ κρᾱνίου τοῖν κρᾱνίοιν τῶν κρᾱνίων
与格 τῷ κρᾱνίῳ τοῖν κρᾱνίοιν τοῖς κρᾱνίοις
対格 τὸ κρᾱνίον τὼ κρᾱνίω τὰ κρᾱνίᾰ
呼格 κρᾱνίον κρᾱνίω κρᾱνίᾰ

諸言語への影響 編集