ギリシア語 編集

名詞 編集

λίθος 男性(líthos) (複数: λίθοι (líthoi))

  1. いし
  2. (医学) 結石

関連語 編集

参照 編集


古典ギリシア語 編集

発音 編集

  • 古典: IPA(?): [lítʰos]
  • コイネー: IPA(?): [lˈitʰo̞s]
  • 初期ビザンツ: IPA(?): [lˈiθos]

名詞 編集

λίθος (属格 λίθου) 男性, 第2変化 (líthos)

  1. いし
格/数 単数 両数 複数
主格 λίθος λίθω λίθοι
属格 λίθου λίθοιν λίθων
与格 λίθῳ λίθοιν λίθοις
対格 λίθον λίθω λίθους
呼格 λίθε λίθω λίθοι

諸言語への影響 編集