ギリシア語

編集

名詞

編集

λίθος 男性(líthos) (複数: λίθοι (líthoi))

  1. いし
  2. (医学) 結石

関連語

編集

参照

編集

古典ギリシア語

編集

発音

編集
 
  • 紀元前5世紀: IPA(?): /lí.tʰos/ 2文字目のίは曖昧な母音
  • 紀元前1世紀: IPA(?): /ˈli.tʰos/
  • 4世紀: IPA(?): /ˈli.θos/
  • 10世紀: IPA(?): /ˈli.θos/
  • 15世紀: IPA(?): /ˈli.θos/
  • 名詞

    編集

    λίθος (属格 λίθου) 男性, 第2変化 (líthos)

    1. いし
    格/数 単数 両数 複数
    主格 λίθος λίθω λίθοι
    属格 λίθου λίθοιν λίθων
    与格 λίθῳ λίθοιν λίθοις
    対格 λίθον λίθω λίθους
    呼格 λίθε λίθω λίθοι

    諸言語への影響

    編集