ホーム
おまかせ表示
ログイン
設定
寄付
Wiktionaryについて
免責事項
検索
πέλαγος
言語
ウォッチリストに追加
編集
目次
1
ギリシア語
1.1
語源
1.2
名詞
1.2.1
類義語
1.2.2
派生語
ギリシア語
編集
語源
編集
古典ギリシア語
<
印欧祖語
*pele-
名詞
編集
πέλαγος
中性
(pélagos) (
複数
:
πελάγη
(
pelági
)
)
(
地形
)
海
(
うみ
)
。
πέλαγος
の格変化
単数(
ενικός
)
複数(
πληθυντικός
)
主格
(
ονομαστική
)
πέλαγος
πελάγη
属格
(
γενική
)
πελάγους
πελαγών
対格
(
αιτιατική
)
πέλαγος
πελάγη
呼格
(
κλητική
)
πέλαγος
πελάγη
複数属格は
πελάγων
の方がより一般的。
類義語
編集
πέλαγο
中性
(
pélago
)
πέλαο
中性
(
pélao
)
派生語
編集
Αιγαίο πέλαγος
中性
(
Aigaío pélagos
)