ホーム
おまかせ表示
ログイン
設定
寄付
Wiktionaryについて
免責事項
検索
παραλληλόγραμμο
言語
ウォッチリストに追加
編集
ギリシア語
編集
名詞
編集
παραλληλόγραμμο
中性
(parallilógrammo) (
複数
:
παραλληλόγραμμα
(
parallilógramma
)
)
(
図形
)
平行四辺形
。
παραλληλόγραμμο
の格変化
単数(
ενικός
)
複数(
πληθυντικός
)
主格
(
ονομαστική
)
παραλληλόγραμμο
παραλληλόγραμμα
属格
(
γενική
)
παραλληλογράμμου
παραλληλογράμμων
対格
(
αιτιατική
)
παραλληλόγραμμο
παραλληλόγραμμα
呼格
(
κλητική
)
παραλληλόγραμμο
παραλληλόγραμμα
参照
編集
τετράγωνο
男性
(
tetrágono
)