πλάτη
πλατύ も参照。
ギリシア語 編集
発音 編集
語源1 編集
古典ギリシア語 πλάτη (plátē)
名詞 編集
πλάτη 女性(pláti) (複数: πλάτες (plátes))
πλάτη の格変化
派生語 編集
- πισώπλατος (pisóplatos)
- πλαταράς 男性 (platarás)
- πλατάρια 中性 複数 (platária)
- ωμοπλάτη 女性 (omopláti)
関連語 編集
- διάπλατος (diáplatos)
- πλαταίνω (plataíno)
- πλατεία 女性 (plateía)
- πλατειάζω (plateiázo)
- πλάτεμα 中性 (plátema)
語源2 編集
名詞 編集
πλάτη (pláti) 中性
- πλάτοςの複数主格。
- πλάτοςの複数対格。
- πλάτοςの複数呼格。