古典ギリシア語 編集

語源 編集

セム祖語

発音 編集

  • 古典: IPA(?): [sáp̚pʰe͜eros]
  • コイネー: IPA(?): [sˈapɸiro̞s]
  • 初期ビザンツ: IPA(?): [sˈapfiros]

名詞 編集

σάπφειρος (属格 σαπφείρου) 女性, 第2変化 (sáppheiros)

  1. (鉱物学) サファイア
格/数 単数 両数 複数
主格 ἡ σάπφειρος τώ σαπφείρω αἱ σάπφειροι
属格 τῆς σαπφείρου τοῖν σαπφείροιν

τῶν σαπφείρων
与格 τῇ σαπφείρῳ τοῖν σαπφείροιν

ταῖς σαπφείροις
対格 τήν σάπφειρον τώ σαπφείρω τάς σαπφείρους

呼格 σάπφειρε

σαπφείρω σάπφειροι

諸言語への影響 編集