ホーム
おまかせ表示
ログイン
設定
寄付
Wiktionaryについて
免責事項
検索
ωλένη
言語
ウォッチリストに追加
編集
目次
1
ギリシア語
1.1
語源
1.2
名詞
1.2.1
参照
ギリシア語
編集
語源
編集
古典ギリシア語
ὠλένη
(
ōlénē
)
名詞
編集
ωλένη
女性
(oléni) (
複数
:
ωλένες
(
olénes
)
)
(
骨格
)
尺骨
。
ωλένη
の格変化
単数(
ενικός
)
複数(
πληθυντικός
)
主格
(
ονομαστική
)
ωλένη
ωλένες
属格
(
γενική
)
ωλένης
ωλενών
対格
(
αιτιατική
)
ωλένη
ωλένες
呼格
(
κλητική
)
ωλένη
ωλένες
the plural forms are rare
参照
編集
κερκίδα
女性
(
kerkída
)
πήχης
男性
(
píchis
)