古典ギリシア語 編集

語源 編集

印欧祖語 *h₁eh₃l(e)n- < *Heh₃l-

発音(?) 編集

 
  • 紀元前5世紀: IPA(?): /ɔː.lé.nɛː/
  • 紀元前1世紀: IPA(?): /o.ˈlɛ.ne/
  • 4世紀: IPA(?): /o.ˈle.ni/
  • 10世紀: IPA(?): /o.ˈle.ni/
  • 15世紀: IPA(?): /o.ˈle.ni/
  • 名詞 編集

    ὠλένη (属格 ὠλένης) 女性, 第1変化 (ōlénē)

    1. (解剖学) ひじ
    2. マットマットレス
    格/数 単数 両数 複数
    主格 ὠλένη ὠλένα ὠλέναι
    属格 ὠλένης ὠλέναιν ὠλενῶν
    与格 ὠλένῃ ὠλέναιν ὠλέναις
    対格 ὠλένην ὠλένα ὠλένας
    呼格 ὠλένη ὠλένα ὠλέναι