ホーム
おまかせ表示
ログイン
設定
寄付
Wiktionaryについて
免責事項
検索
αίμα
言語
ウォッチリストに追加
編集
目次
1
ギリシア語
1.1
発音
1.2
語源
1.3
名詞
1.3.1
関連語
ギリシア語
編集
発音
編集
IPA
(
?
)
:
/ˈe.ma/
語源
編集
古典ギリシア語
αἷμα
(
haîma
)
名詞
編集
αίμα
中性
(aíma) (
複数
:
αίματα
(
aímata
)
)
(
生理学
)
血
(
ち
)
。
血液
。
αίμα
の格変化
単数(
ενικός
)
複数(
πληθυντικός
)
主格
(
ονομαστική
)
αίμα
αίματα
属格
(
γενική
)
αίματος
αιμάτων
対格
(
αιτιατική
)
αίμα
αίματα
呼格
(
κλητική
)
αίμα
αίματα
関連語
編集
αναιμία
(
anaimía
)
αιμάτωμα
(
aimátoma
)
αιμοφιλία
(
aimofilía
)