ホーム
おまかせ表示
ログイン
設定
寄付
Wiktionaryについて
免責事項
検索
αργίλιο
言語
ウォッチリストに追加
編集
ギリシア語
編集
発音
(
?
)
編集
IPA
:
/aɾ.'ji.ʎɔ/
名詞
編集
αργίλιο
中性
アルミニウム
。
αργίλιο
の格変化(単数形のみ)
単数(
ενικός
)
主格
(
ονομαστική
)
αργίλιο
属格
(
γενική
)
αργίλιου
対格
(
αιτιατική
)
αργίλιο
呼格
(
κλητική
)
αργίλιο