古典ギリシア語 編集

発音(?) 編集

  • 古典: IPA(?): [ɡastɛː́r]
  • コイネー: IPA(?): [ɡastˈeːr]
  • 初期ビザンツ: IPA(?): [ɣastˈir]

名詞 編集

γαστήρ (gastḗr) (属格 γαστέρος γαστρός); 女性, 第3変化;

  1. はら腹部
  2. 子宮
  3. 食欲
格/数 単数 両数 複数
主格 ἡ γαστήρ τώ γαστέρε αἱ γαστέρες
属格 τῆς γαστρός τοῖν γαστέροιν

τῶν γαστέρων
与格 τῇ γαστρί τοῖν γαστέροιν

ταῖς γαστράσιν
対格 τήν γαστέρᾰ τώ γαστέρε τάς γαστέρᾰς

呼格 γαστήρ

γαστέρε γαστέρες