ホーム
おまかせ表示
ログイン
設定
寄付
Wiktionaryについて
免責事項
検索
ελέφαντας
言語
ウォッチリストに追加
編集
ギリシア語
編集
語源
編集
古典ギリシア語
ἐλέφας
(
eléphas
)
名詞
編集
ελέφαντας
男性
(eléfantas) (
複数
:
ελέφαντες
(
eléfantes
)
)
(
哺乳類
)
象
。
ελέφαντας
の格変化
単数(
ενικός
)
複数(
πληθυντικός
)
主格
(
ονομαστική
)
ελέφαντας
ελέφαντες
属格
(
γενική
)
ελέφαντα
ελεφαντών
対格
(
αιτιατική
)
ελέφαντα
ελέφαντες
呼格
(
κλητική
)
ελέφαντα
ελέφαντες