ギリシア語 編集

語源 編集

古典ギリシア語 χυμός (khumós) < χέω (khéō)

名詞 編集

χυμός 男性(chymós) (複数: χυμοί (chymoí))

  1. (食品) 果汁ジュース
    • χυμός πορτοκαλιού (オレンジジュース)