古典ギリシア語 編集

語源 編集

ὁρίζω (horizō) < ὅρος (horos)

発音(?) 編集

  • 古典: IPA(?): [horízdɔːn]
  • コイネー: IPA(?): [ho̞rˈizːo̞ːn]
  • 初期ビザンツ: IPA(?): [orˈizːon]

名詞 編集

ὁρίζων (属格 ὁρίζοντος) 男性, 第3変化 (horízōn)

  1. 地平線水平線
格/数 単数 両数 複数
主格 ὁρίζων

ὁρίζοντε

ὁρίζοντες

属格 ὁρίζοντος

ὁριζόντοιν

ὁριζόντων

与格 ὁρίζοντι

ὁριζόντοιν

ὁρίζοσι

対格 ὁρίζοντα

ὁρίζοντε

ὁρίζοντας

呼格 ὁρίζο

ὁρίζοντε

ὁρίζοντες

諸言語への影響 編集

  • ロシア語: горизо́нт 男性 (gorizónt)