ホーム
おまかせ表示
ログイン
設定
寄付
Wiktionaryについて
免責事項
検索
θερμόμετρο
言語
ウォッチリストに追加
編集
ギリシア語
編集
名詞
編集
θερμόμετρο
男性
(thermómetro) (
複数
:
θερμόμετρα
(
thermómetra
)
)
(
計測機器
)
温度計
。
θερμόμετρο
の格変化
単数(
ενικός
)
複数(
πληθυντικός
)
主格
(
ονομαστική
)
θερμόμετρο
θερμόμετρα
属格
(
γενική
)
θερμομέτρου
θερμομέτρων
対格
(
αιτιατική
)
θερμόμετρο
θερμόμετρα
呼格
(
κλητική
)
θερμόμετρο
θερμόμετρα