παντρεμένη
ギリシア語 編集
発音 編集
- IPA(?): /pan.dɾeˈme.ni/
- 分綴: πα‧ντρε‧μέ‧νη
- 異形同音異義語: παντρεμένοι
名詞 編集
παντρεμένη 女性(pantreméni) (複数: παντρεμένες (pantreménes))男性: παντρεμένος (pantreménos)
παντρεμένη の格変化
類義語 編集
分詞 編集
παντρεμένη (pantreméni)
- παντρεμένοςの女性単数主格・対格・呼格。