ギリシア語 編集

名詞 編集

παράδειγμα 中性(parádeigma) (複数: παραδείγματα (paradeígmata))

  1. 模範

古典ギリシア語 編集

語源 編集

παραδείκνυμι (paradeíknumi)(< παρά (pará) + δείκνυμι (deíknumi)) + -μα (-ma)

発音 編集

  • 古典: IPA(?): [paráde͜eɡma]
  • コイネー: IPA(?): [parˈadiɡma]
  • 初期ビザンツ: IPA(?): [parˈaðiɣma]

名詞 編集

παράδειγμα (属格 παραδείγματος) 中性, 第3変化 (parádeigma)

  1. 模範手本
  2. 前例先例
  3. 教訓
  4. 論拠
  5. 妨害対照
  6. (文法) 語形変化
格/数 単数 両数 複数
主格 παράδειγμα παραδείγματε παραδείγματα
属格 παραδείγματος παραδειγμάτοιν παραδειγμάτων
与格 παραδείγματι παραδειγμάτοιν παραδείγμασι
対格 παράδειγμα παραδείγματε παραδείγματα
呼格 παράδειγμα παραδείγματε παραδείγματα

諸言語への影響 編集

  • ロシア語: паради́гма 女性 (paradígma)