• ホーム
  • おまかせ表示
  • 付近
  • ログイン
  • 設定
  • 寄付
  • Wiktionaryについて
  • 免責事項
ウィクショナリー日本語版

αιτιατική

  • 言語
  • ウォッチリストに追加
  • 編集

目次

  • 1 ギリシア語
    • 1.1 語源
    • 1.2 名詞
      • 1.2.1 派生語
      • 1.2.2 関連語

ギリシア語編集

語源編集

古典ギリシア語 αἴτιος (aítios)

名詞編集

αιτιατική 女性(aitiatikí) (複数: αιτιατικές (aitiatikés))

  1. (文法) 対格。
    αιτιατική の格変化
単数(ενικός) 複数(πληθυντικός)
主格(ονομαστική) αιτιατική αιτιατικές
属格(γενική) αιτιατικής αιτιατικών
対格(αιτιατική) αιτιατική αιτιατικές
呼格(κλητική) αιτιατική αιτιατικές

派生語編集

  • αιτ. (略語)

関連語編集

  • ονομαστική
  • γενική
  • κλητική
「https://ja.wiktionary.org/w/index.php?title=αιτιατική&oldid=1628753」から取得
最終更新: 2021年12月7日 (火) 10:33
ウィクショナリー日本語版
  • このページの最終更新日時は 2021年12月7日 (火) 10:33 です。
  • コンテンツは、特に記載されていない限り、CC BY-SA 3.0のもとで利用可能です。
  • プライバシー・ポリシー
  • Wiktionaryについて
  • 免責事項
  • 利用規約
  • デスクトップ
  • 開発者
  • 統計
  • Cookieに関する声明