ホーム
おまかせ表示
ログイン
設定
寄付
Wiktionaryについて
免責事項
検索
αιτιατική
言語
ウォッチリストに追加
編集
目次
1
ギリシア語
1.1
語源
1.2
名詞
1.2.1
派生語
1.2.2
関連語
ギリシア語
編集
語源
編集
古典ギリシア語
αἴτιος
(
aítios
)
名詞
編集
αιτιατική
女性
(aitiatikí) (
複数
:
αιτιατικές
(
aitiatikés
)
)
(
文法
)
対格
。
αιτιατική
の格変化
単数(
ενικός
)
複数(
πληθυντικός
)
主格
(
ονομαστική
)
αιτιατική
αιτιατικές
属格
(
γενική
)
αιτιατικής
αιτιατικών
対格
(
αιτιατική
)
αιτιατική
αιτιατικές
呼格
(
κλητική
)
αιτιατική
αιτιατικές
派生語
編集
αιτ.
(略語)
関連語
編集
ονομαστική
γενική
κλητική