ホーム
おまかせ表示
ログイン
設定
寄付
Wiktionaryについて
免責事項
検索
ονομαστική
言語
ウォッチリストに追加
編集
目次
1
ギリシア語
1.1
形容詞
1.2
名詞
1.2.1
派生語
1.2.2
関連語
ギリシア語
編集
形容詞
編集
ονομαστική
(
onomastikí
)
ονομαστικός
の女性単数主格。
ονομαστικόςの女性単数対格。
ονομαστικόςの女性単数呼格。
名詞
編集
ονομαστική
女性
(onomastikí)
(
文法
)
主格
。
ονομαστική
の格変化
単数(
ενικός
)
複数(
πληθυντικός
)
主格
(
ονομαστική
)
ονομαστική
ονομαστικές
属格
(
γενική
)
ονομαστικής
ονομαστικών
対格
(
αιτιατική
)
ονομαστική
ονομαστικές
呼格
(
κλητική
)
ονομαστική
ονομαστικές
派生語
編集
ον.
,
ονομ.
関連語
編集
αιτιατική
γενική
κλητική