ホーム
おまかせ表示
ログイン
設定
寄付
Wiktionaryについて
免責事項
検索
κλητική
言語
ウォッチリストに追加
編集
ギリシア語
編集
名詞
編集
κλητική
女性
(klitikí) (
複数
:
κλητικές
(
klitikés
)
)
(
文法
)
呼格
。
κλητική
の格変化
単数(
ενικός
)
複数(
πληθυντικός
)
主格
(
ονομαστική
)
κλητική
κλητικές
属格
(
γενική
)
κλητικής
κλητικών
対格
(
αιτιατική
)
κλητική
κλητικές
呼格
(
κλητική
)
κλητική
κλητικές
関連語
編集
ονομαστική
αιτιατική
γενική