άγγελος
ἄγγελος も参照。
ギリシア語
編集語源
編集発音
編集名詞
編集άγγελος 男性(ángelos) (複数: άγγελοι (ángeloi))
άγγελος の格変化
類義語
編集- (語義5) Χονδριχθύες (Chondrichthýes)
関連語
編集- αγγελάκι 中性 (angeláki)「cherub」
- αγγελία 女性 (angelía)
- αγγελιάζομαι (angeliázomai)
- αγγελιαφόρος 男性 (angeliafóros), αγγελιοφόρος (angeliofóros)
- αγγελική 女性 (angelikí)
- αγγελικός (angelikós)
- άγγελμα 中性 (ángelma)
- αγγελοκρούω (angelokroúo)
- αγγελόμορφος (angelómorfos)
- αγγελούδι 中性 (angeloúdi)
- αγγελτήριο 中性 (angeltírio)
- απαγγελία 女性 (apangelía)
- αρχαγγελικός (archangelikós, 形容詞)
- αρχαγγέλινος (archangélinos, 形容詞)
- επαγγελία 女性 (epangelía)
- Ευαγγελία 女性 (Evangelía)
- καταγγελία 女性 (katangelía)
- προάγγελος 女性 (proángelos)
- αγγέλλω (angéllo)