ホーム
おまかせ表示
ログイン
設定
寄付
Wiktionaryについて
免責事項
検索
έγκυος
言語
ウォッチリストに追加
編集
目次
1
ギリシア語
1.1
形容詞
1.1.1
関連語
1.2
名詞
ギリシア語
編集
形容詞
編集
έγκυος
(égkyos)
男性
女性
έγκυος
,
中性
έγκυο
妊娠
している
έγκυος
の能動形
数
格 / 性
単数
複数
男性
女性
中性
男性
女性
中性
主格
έγκυος
έγκυος
έγκυο
έγκυοι
έγκυοι
έγκυα
属格
έγκυου
έγκυου
έγκυου
έγκυων
έγκυων
έγκυων
対格
έγκυο
έγκυο
έγκυο
έγκυους
έγκυους
έγκυα
呼格
έγκυε
έγκυε
έγκυο
έγκυοι
έγκυοι
έγκυα
関連語
編集
εγκυμοσύνη
名詞
編集
έγκυος
女性
(égkyos) (
複数
:
έγκυοι
(
égkyoi
)
)
妊婦
έγκυος
の格変化
単数(
ενικός
)
複数(
πληθυντικός
)
主格
(
ονομαστική
)
έγκυος
έγκυοι
属格
(
γενική
)
εγκύου
εγκύων
対格
(
αιτιατική
)
έγκυο
εγκύους
呼格
(
κλητική
)
έγκυε
έγκυοι