ホーム
おまかせ表示
ログイン
設定
寄付
Wiktionaryについて
免責事項
検索
έδαφος
言語
ウォッチリストに追加
編集
ギリシア語
編集
語源
編集
古典ギリシア語
ἔδαφος
(
édaphos
)
名詞
編集
έδαφος
中性
(édafos) (
複数
:
εδάφη
(
edáfi
)
)
(
地形
)
陸地
。
土壌
。
土地
。
領土
。
έδαφος
の格変化
単数(
ενικός
)
複数(
πληθυντικός
)
主格
(
ονομαστική
)
έδαφος
εδάφη
属格
(
γενική
)
εδάφους
εδαφών
対格
(
αιτιατική
)
έδαφος
εδάφη
呼格
(
κλητική
)
έδαφος
εδάφη