ホーム
おまかせ表示
ログイン
設定
寄付
Wiktionaryについて
免責事項
検索
αλφάβητος
言語
ウォッチリストに追加
編集
ἀλφάβητος
も参照。
ギリシア語
編集
発音
編集
IPA
(
?
)
:
/alˈfa.vi.tos/
分綴: αλ‧φά‧βη‧τος
名詞
編集
αλφάβητος
女性
(alfávitos) (
複数
:
αλφάβητοι
(
alfávitoi
)
)
(
まれ
)
αλφάβητο
(
alfávito
)
の異形。
αλφάβητος
の格変化
単数(
ενικός
)
複数(
πληθυντικός
)
主格
(
ονομαστική
)
αλφάβητος
αλφάβητοι
属格
(
γενική
)
αλφαβήτου
αλφαβήτων
対格
(
αιτιατική
)
αλφάβητο
αλφαβήτους
呼格
(
κλητική
)
αλφάβητε
αλφάβητοι