ホーム
おまかせ表示
ログイン
設定
寄付
Wiktionaryについて
免責事項
検索
αμινοξύ
言語
ウォッチリストに追加
編集
ギリシア語
編集
名詞
編集
αμινοξύ
中性
(aminoxý) (
複数
:
αμινοξέα
(
aminoxéa
)
)
(
化学物質
,
栄養
)
アミノ酸
。
αμινοξύ
の格変化
単数(
ενικός
)
複数(
πληθυντικός
)
主格
(
ονομαστική
)
αμινοξύ
αμινοξέα
属格
(
γενική
)
αμινοξέος
αμινοξέων
対格
(
αιτιατική
)
αμινοξύ
αμινοξέα
呼格
(
κλητική
)
αμινοξύ
αμινοξέα