αμνησία
ἀμνησία も参照。
ギリシア語 編集
語源 編集
コイネー ἀμνησία (amnēsía), フランス語 amnésie < 古典ギリシア語 ἀ- (a-) + μνη- (動詞 μιμνῄσκω (mimnḗiskō) + -σία (-sía)
名詞 編集
αμνησία 女性(amnisía) (複数: αμνησίες (amnisíes))
αμνησία の格変化
関連語 編集
- αμεριμνησία 女性 (amerimnisía)
- αμνημοσύνη 女性 (amnimosýni)
- δυσμνησία 女性 (dysmnisía)
- παραμνησία 女性 (paramnisía)
- υπερμνησία 女性 (ypermnisía)
- μνήμη 女性 (mními)