ホーム
おまかせ表示
ログイン
設定
寄付
Wiktionaryについて
免責事項
検索
ανανάς
言語
ウォッチリストに追加
編集
目次
1
ギリシア語
1.1
語源
1.2
発音
1.3
名詞
ギリシア語
編集
語源
編集
ポルトガル語
ananás
発音
編集
IPA
(
?
)
:
/anaˈnas/
分綴: α‧να‧νάς
名詞
編集
ανανάς
ανανάς
男性
(ananás) (
複数
:
ανανάδες
(
ananádes
)
)
(
植物
,
果実
)
パイナップル
。
ανανάς
の格変化
単数(
ενικός
)
複数(
πληθυντικός
)
主格
(
ονομαστική
)
ανανάς
ανανάδες
属格
(
γενική
)
ανανά
ανανάδων
対格
(
αιτιατική
)
ανανά
ανανάδες
呼格
(
κλητική
)
ανανά
ανανάδες