ホーム
おまかせ表示
ログイン
設定
寄付
Wiktionaryについて
免責事項
検索
ανατομία
言語
ウォッチリストに追加
編集
目次
1
ギリシア語
1.1
発音
1.2
名詞
1.2.1
類義語
1.2.2
関連語
ギリシア語
編集
発音
編集
IPA
(
?
)
:
[anatɔˈmia]
名詞
編集
ανατομία
女性
(anatomía)
解剖学
ανατομία
の格変化
単数(
ενικός
)
複数(
πληθυντικός
)
主格
(
ονομαστική
)
ανατομία
ανατομίες
属格
(
γενική
)
ανατομίας
ανατομιών
対格
(
αιτιατική
)
ανατομία
ανατομίες
呼格
(
κλητική
)
ανατομία
ανατομίες
類義語
編集
(略語)
ανατ.
(
anat.
)
(略語)
ανατομ.
(
anatom.
)
関連語
編集
ανατομή
女性
(
anatomí
)
ανατομειό
女性
(
anatomeió
)
ανατομικός
(
anatomikós
)
ανατόμος
女性
(
anatómos
)