ホーム
おまかせ表示
ログイン
設定
寄付
Wiktionaryについて
免責事項
検索
αρρυθμία
言語
ウォッチリストに追加
編集
ἀρρυθμία
も参照。
ギリシア語
編集
名詞
編集
αρρυθμία
女性
(arrythmía) (
複数
:
αρρυθμίες
(
arrythmíes
)
)
(
病理学
)
不整脈
。
αρρυθμία
の格変化
単数(
ενικός
)
複数(
πληθυντικός
)
主格
(
ονομαστική
)
αρρυθμία
αρρυθμίες
属格
(
γενική
)
αρρυθμίας
αρρυθμιών
対格
(
αιτιατική
)
αρρυθμία
αρρυθμίες
呼格
(
κλητική
)
αρρυθμία
αρρυθμίες