ホーム
おまかせ表示
ログイン
設定
寄付
Wiktionaryについて
免責事項
検索
αρτηρία
言語
ウォッチリストに追加
編集
ἀρτηρία
も参照。
目次
1
ギリシア語
1.1
発音
1.2
名詞
1.2.1
同族語
ギリシア語
編集
発音
編集
IPA
(
?
)
:
/aɾ.ti.'ɾi.a/
名詞
編集
αρτηρία
女性
(artiría) (
複数
:
αρτηρίες
(
artiríes
)
)
(
解剖学
)
動脈
。
αρτηρία
の格変化
単数(
ενικός
)
複数(
πληθυντικός
)
主格
(
ονομαστική
)
αρτηρία
αρτηρίες
属格
(
γενική
)
αρτηρίας
αρτηριών
対格
(
αιτιατική
)
αρτηρία
αρτηρίες
呼格
(
κλητική
)
αρτηρία
αρτηρίες
同族語
編集
φλέβα
女性
(
fléva
)
αγγείο
中性
(
angeío
)