ホーム
おまかせ表示
ログイン
設定
寄付
Wiktionaryについて
免責事項
検索
γάτα
言語
ウォッチリストに追加
編集
目次
1
ギリシア語
1.1
語源
1.2
発音
1.3
名詞
ギリシア語
編集
γάτα
語源
編集
イタリア語
gatta
発音
編集
IPA
(
?
)
:
/ˈɣa.ta/
名詞
編集
γάτα
女性
(gáta) (
複数
:
γάτες
(
gátes
)
)
猫
(
ねこ
)
。
γάτα
の格変化
単数(
ενικός
)
複数(
πληθυντικός
)
主格
(
ονομαστική
)
γάτα
γάτες
属格
(
γενική
)
γάτας
γάτων
対格
(
αιτιατική
)
γάτα
γάτες
呼格
(
κλητική
)
γάτα
γάτες