ホーム
おまかせ表示
ログイン
設定
寄付
Wiktionaryについて
免責事項
検索
γαλοπούλα
言語
ウォッチリストに追加
編集
目次
1
ギリシア語
1.1
名詞
1.1.1
関連語
1.1.2
参照
ギリシア語
編集
名詞
編集
γαλοπούλα
女性
(galopoúla) (
複数
:
γαλοπούλες
(
galopoúles
)
)
(
鳥
)
七面鳥
。
γαλοπούλα
の格変化
単数(
ενικός
)
複数(
πληθυντικός
)
主格
(
ονομαστική
)
γαλοπούλα
γαλοπούλες
属格
(
γενική
)
γαλοπούλας
—
対格
(
αιτιατική
)
γαλοπούλα
γαλοπούλες
呼格
(
κλητική
)
γαλοπούλα
γαλοπούλες
関連語
編集
γάλος
男性
(
gálos
)
参照
編集
διάνος
男性
(
diános
)