γαστήρ
古典ギリシア語
編集語源
編集*γρᾰστήρ (*grastḗr) < γρᾰ́ω (gráō) + -τήρ (-tḗr)
発音
編集名詞
編集γαστήρ (gastḗr) (属格 γαστέρος 又 γαστρός); 女性, 第3変化;
格 / # | Singular(単数) | Dual(双数) | Plural(複数) | ||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Nom.(主格) | ἡ γᾰστήρ hē gastḗr |
τὼ γᾰστέρε tṑ gastére |
αἱ γᾰστέρες hai gastéres | ||||||||||
Gen.(属格) | τῆς γᾰστέρος / γᾰστρός tês gastéros / gastrós |
τοῖν γᾰστέροιν toîn gastéroin |
τῶν γᾰστέρων tôn gastérōn | ||||||||||
Dat.(与格) | τῇ γᾰστέρῐ / γᾰστρῐ́ têi gastéri / gastrí |
τοῖν γᾰστέροιν toîn gastéroin |
ταῖς γᾰστῆρσῐ / γᾰστῆρσῐν / γᾰστρᾰ́σῐ / γᾰστρᾰ́σῐν taîs gastêrsi(n) / gastrási(n) | ||||||||||
Acc.(対格) | τὴν γᾰστέρᾰ tḕn gastéra |
τὼ γᾰστέρε tṑ gastére |
τᾱ̀ς γᾰστέρᾰς tā̀s gastéras | ||||||||||
Voc.(呼格) | γᾰστήρ gastḗr |
γᾰστέρε gastére |
γᾰστέρες gastéres | ||||||||||
Notes: |
|
派生語
編集- γᾰ́στρᾰ (gástra)
- γᾰστραίᾱ (gastraíā)
- γᾰστρῐ́δῐον (gastrídion)
- γᾰστρῐ́ον (gastríon)
- γᾰ́στρῐς (gástris)
- γᾰστρῐ́ζω (gastrízō)
- γᾰστροιῐ̈́ς (gastroiḯs)
- γᾰστροειδής (gastroeidḗs)
- γᾰστεροπλήξ (gasteroplḗx)
- γᾰστρῐ́μᾰργος (gastrímargos)
- γᾰστρόπτης (gastróptēs)
- γᾰστρᾰφέτης (gastraphétēs)
- γᾰστρῐ́δουλος (gastrídoulos)
- γᾰστροβᾰρής (gastrobarḗs)
- γᾰστροβόρος (gastrobóros)
- γᾰστροφόρος (gastrophóros)
- γᾰστροκνήμη (gastroknḗmē)
- γᾰστρολογῐ́ᾱ (gastrologíā)
- γᾰστρομᾰντεύομαι (gastromanteúomai)
- γᾰστρονομῐ́ᾱ (gastronomíā)
- γᾰστροπῑ́ων (gastropī́ōn)
- γᾰστρορρᾰφῐ́ᾱ (gastrorrhaphíā)
- γᾰστρόρροιᾰ (gastrórrhoia)
- γᾰστροτόμος (gastrotómos)
- γᾰστροχᾰ́ρῠβδῐς (gastrokhárubdis)
- γᾰστρόχειρ (gastrókheir)
- γᾰστρώδης (gastrṓdēs)
- γᾰ́στρων (gástrōn)
- ἐκτρᾰπελόγᾰστρος (ektrapelógastros)
- κᾰτᾰ́γᾰστρος (katágastros)
- λεπτόγᾰστρος (leptógastros)
- σῡ́ργᾰστρος (sū́rgastros)
- ἐγγᾰ́στρῐος (engástrios)
- ἐπῐγᾰ́στρῐος (epigástrios)
- ἑτερογᾰ́στρῐος (heterogástrios)
- κᾰτεπῐγᾰ́στρῐος (katepigástrios)
- ὁμογᾰ́στρῐος (homogástrios)
- ῠ̔πογᾰ́στρῐος (hupogástrios)
- ἐγγᾰστρῐ́μᾰντῐς (engastrímantis)
- ἐγγᾰστρῐμᾰ́χαιρᾰ (engastrimákhaira)
- ἐγγᾰστρῐ́μῡθος (engastrímūthos)
- ἐγγᾰστρῑ́της (engastrī́tēs)
- ἐγγᾰστρόχειρ (engastrókheir)
- προγᾰστρῐ́δῐος (progastrídios)
- προγᾰστρῐκός (progastrikós)
- προγᾰ́στρῐον (progástrion)
- ταυρογᾰστρῐκός (taurogastrikós)
- ῠ̔πογᾰ́στρῐον (hupogástrion)
- ῠ̔πογᾰστρῐ́ς (hupogastrís)
- ῠ̔πογᾰστρῐ́ζομαι (hupogastrízomai)