メインメニューを開く
ホーム
おまかせ表示
ログイン
設定
寄付
Wiktionaryについて
免責事項
検索
εντομοκτόνο
言語
ウォッチリストに追加
編集
ギリシア語
編集
名詞
編集
εντομοκτόνο
中性
(εντομοκτόνα)
殺虫剤
。
εντομοκτόνο
の格変化
単数(
ενικός
)
複数(
πληθυντικός
)
主格
(
ονομαστική
)
εντομοκτόνο
εντομοκτόνα
属格
(
γενική
)
εντομοκτόνου
εντομοκτόνων
対格
(
αιτιατική
)
εντομοκτόνο
εντομοκτόνα
呼格
(
κλητική
)
εντομοκτόνο
εντομοκτόνα
形容詞
編集
εντομοκτόνο
εντομοκτόνος
の中性単数主格。
εντομοκτόνοςの男性単数対格。
εντομοκτόνοςの中性単数対格。
εντομοκτόνοςの中性単数呼格。