ホーム
おまかせ表示
ログイン
設定
寄付
Wiktionaryについて
免責事項
検索
ηλεκτρόνιο
言語
ウォッチリストに追加
編集
ギリシア語
編集
名詞
編集
ηλεκτρόνιο
中性
(ilektrónio) (
複数
:
ηλεκτρόνια
(
ilektrónia
)
)
(
物理学
)
電子
。
ηλεκτρόνιο
の格変化
単数(
ενικός
)
複数(
πληθυντικός
)
主格
(
ονομαστική
)
ηλεκτρόνιο
ηλεκτρόνια
属格
(
γενική
)
ηλεκτρονίου
ηλεκτρονίων
対格
(
αιτιατική
)
ηλεκτρόνιο
ηλεκτρόνια
呼格
(
κλητική
)
ηλεκτρόνιο
ηλεκτρόνια