ホーム
おまかせ表示
ログイン
設定
寄付
Wiktionaryについて
免責事項
検索
ιτιά
言語
ウォッチリストに追加
編集
ギリシア語
編集
発音
編集
IPA
(
?
)
:
/i.ti.'a/
名詞
編集
ιτιά
女性
(itiá) (
複数
:
ιτιές
(
itiés
)
)
(
木
)
柳
(
やなぎ
)
。
ιτιά
の格変化
単数(
ενικός
)
複数(
πληθυντικός
)
主格
(
ονομαστική
)
ιτιά
ιτιές
属格
(
γενική
)
ιτιάς
ιτιών
対格
(
αιτιατική
)
ιτιά
ιτιές
呼格
(
κλητική
)
ιτιά
ιτιές