ホーム
おまかせ表示
ログイン
設定
寄付
Wiktionaryについて
免責事項
検索
καστανό
言語
ウォッチリストに追加
編集
κάστανο
も参照。
目次
1
ギリシア語
1.1
名詞
1.1.1
関連語
1.2
形容詞
ギリシア語
編集
名詞
編集
καστανό
女性
(kastanó) (
複数
:
καστανά
(
kastaná
)
)
(
色
)
茶色
、
栗色
(
くりいろ
)
。
καστανό
の格変化
単数(
ενικός
)
複数(
πληθυντικός
)
主格
(
ονομαστική
)
καστανό
καστανά
属格
(
γενική
)
καστανού
καστανών
対格
(
αιτιατική
)
καστανό
καστανά
呼格
(
κλητική
)
καστανό
καστανά
関連語
編集
καστανός
(
kastanós
)
形容詞
編集
καστανό
(
kastanó
)
καστανός
(
kastanós
)
の中性単数主格。
καστανός
(
kastanós
)
の男性単数対格。
καστανός
(
kastanós
)
の中性単数対格。
καστανός
(
kastanós
)
の中性単数呼格。