ギリシア語

編集

異表記・別形

編集

語源

編集

古典ギリシア語 κροκόδειλος

名詞

編集

κροκόδειλος 男性(krokódeilos) (複数: κροκόδειλοι (krokódeiloi))

  1. (クロコダイル科の)わにクロコダイル

同族語

編集

古典ギリシア語

編集

語源

編集

κρόκη (krókē) + δρῖλος (drîlos)か。

発音

編集
 
  • 紀元前5世紀: IPA(?): /kro.kó.deː.los/
  • 紀元前1世紀: IPA(?): /kro.ˈko.di.los/
  • 4世紀: IPA(?): /kro.ˈko.ði.los/
  • 10世紀: IPA(?): /kro.ˈko.ði.los/
  • 15世紀: IPA(?): /kro.ˈko.ði.los/
  • 名詞

    編集

    κροκόδειλος (属格 κροκοδείλου) 男性, 第2変化 (krokódeilos)

    1. 蜥蜴とかげ
    2. (クロコダイル科の)わにクロコダイル
    3. (詭弁家の)欺瞞
    格/数 単数 両数 複数
    主格 ὁ κροκόδειλος τώ κροκοδείλω οἱ κροκόδειλοι
    属格 τοῦ κροκοδείλου τοῖν κροκοδείλοιν τῶν κροκοδείλων
    与格 τῷ κροκοδείλῳ τοῖν κροκοδείλοιν τοῖς κροκοδείλοις
    対格 τόν κροκόδειλον τώ κροκοδείλω τούς κροκοδείλους
    呼格 κροκόδειλε κροκοδείλω κροκόδειλοι

    諸言語への影響

    編集