ホーム
おまかせ表示
ログイン
設定
寄付
Wiktionaryについて
免責事項
検索
κύηση
言語
ウォッチリストに追加
編集
目次
1
ギリシア語
1.1
名詞
1.1.1
類義語
1.1.2
関連語
ギリシア語
編集
名詞
編集
κύηση
女性
(kýisi) (
複数
:
κυήσεις
(
kyíseis
)
)
妊娠
κύηση
の格変化
単数(
ενικός
)
複数(
πληθυντικός
)
主格
(
ονομαστική
)
κύηση
κυήσεις
属格
(
γενική
)
κύησης
κυήσεως
κυήσεων
対格
(
αιτιατική
)
κύηση
κυήσεις
呼格
(
κλητική
)
κύηση
κυήσεις
類義語
編集
εγκυμοσύνη
関連語
編集
εξωμήτριος κύηση
έκτοπη κύηση