ホーム
おまかせ表示
ログイン
設定
寄付
Wiktionaryについて
免責事項
検索
λεόπαρδος
言語
ウォッチリストに追加
編集
ギリシア語
編集
名詞
編集
λεόπαρδος
男性
(leópardos) (
複数
:
λεόπαρδοι
(
leópardoi
)
)
λεοπάρδαλη
の廃用。
λεόπαρδος
の格変化
単数(
ενικός
)
複数(
πληθυντικός
)
主格
(
ονομαστική
)
λεόπαρδος
λεόπαρδοι
属格
(
γενική
)
λεοπάρδου
λεοπάρδων
対格
(
αιτιατική
)
λεόπαρδο
λεοπάρδους
呼格
(
κλητική
)
λεόπαρδε
λεόπαρδοι