μέθοδος
ギリシア語
編集語源
編集名詞
編集μέθοδος 女性(méthodos) (複数: μέθοδοι (méthodoi))
μέθοδος の格変化
派生語
編集- αμέθοδος (améthodos)
- αμεθόδευτος (amethódeftos)
- μεθοδικός (methodikós)
- μεθοδολογία 女性 (methodología)
- αλληλοδιδακτική μέθοδος 女性 (allilodidaktikí méthodos)
古典ギリシア語
編集語源
編集発音
編集名詞
編集μέθοδος (属格 μεθόδου) 女性, 第2変化 (méthodos)
格 / # | Singular(単数) | Dual(双数) | Plural(複数) | ||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Nom.(主格) | ἡ μέθοδος hē méthodos |
τὼ μεθόδω tṑ methódō |
αἱ μέθοδοι hai méthodoi | ||||||||||
Gen.(属格) | τῆς μεθόδου tês methódou |
τοῖν μεθόδοιν toîn methódoin |
τῶν μεθόδων tôn methódōn | ||||||||||
Dat.(与格) | τῇ μεθόδῳ têi methódōi |
τοῖν μεθόδοιν toîn methódoin |
ταῖς μεθόδοις taîs methódois | ||||||||||
Acc.(対格) | τὴν μέθοδον tḕn méthodon |
τὼ μεθόδω tṑ methódō |
τᾱ̀ς μεθόδους tā̀s methódous | ||||||||||
Voc.(呼格) | μέθοδε méthode |
μεθόδω methódō |
μέθοδοι méthodoi | ||||||||||
Notes: |
|
関連語
編集- ἀμεθόδευτος (amethódeutos)
- ἀμέθοδος (améthodos)
- ἐμμέθοδος (emméthodos)
- εὐμεθόδευτος (eumethódeutos)
- εὐμέθοδος (euméthodos)
- μεθοδεία (methodeía)
- μεθόδευμα (methódeuma)
- μεθόδευσις (methódeusis)
- μεθοδευτέον (methodeutéon)
- μεθοδευτής (methodeutḗs)
- μεθοδευτικός (methodeutikós)
- μεθοδευτικῶς (methodeutikôs)
- μεθοδεύω (methodeúō)
- μεθοδηγέω (methodēgéō)
- μεθοδιακῶς (methodiakôs)
- μεθοδικός (methodikós)
- μεθόδιον (methódion)
- μεθοδίτης (methodítēs)