ホーム
おまかせ表示
ログイン
設定
寄付
Wiktionaryについて
免責事項
検索
μεθανόλη
言語
ウォッチリストに追加
編集
ギリシア語
編集
名詞
編集
μεθανόλη
女性
(methanóli)不可算
(
化学物質
)
メタノール
。
μεθανόλη
の格変化(単数形のみ)
単数(
ενικός
)
主格
(
ονομαστική
)
μεθανόλη
属格
(
γενική
)
μεθανόλης
対格
(
αιτιατική
)
μεθανόλη
呼格
(
κλητική
)
μεθανόλη
類義語
編集
μεθυλική αλκοόλη
女性
(
methylikí alkoóli
)
ξυλόπνευμα
中性
(
xylópnevma
)